- διομόσασθαι
- διόμνυμιswear solemnlyaor inf mid
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διόμνυμι — και διομνύω (Α) [όμνυμι] 1. ορκίζομαι επίσημα 2. (αττ. δίκ.) ορκίζομαι ως διάδικος κατά την ανάκριση 3. φρ. «διομόσασθαί τινα» ορκίζομαι στη ζωή κάποιου 4. «μή, μηδὲν διομόσασθαι» αρνούμαι ενόρκως … Dictionary of Greek